γλάρωμα

γλάρωμα
το [γλαρώνω]
1. τάση για ύπνο, νύστα
2. πληθ. τα γλαρώματα
τα σκέρτσα, τα λιγώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλάρωμα — το η νύστα, η υπνηλία: Η παρέα ήταν βαρετή και μ’ έπιασε γλάρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”